ευγενικά

ευγενικά
uprzejmie przysł.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβροεπής — ές αυτός που μιλά ευγενικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + ἔπος] …   Dictionary of Greek

  • αγλαομήτηρ — ἀγλαομήτηρ, ἡ (Μ) αυτή που γεννά ωραία και ευγενικά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μήτηρ] …   Dictionary of Greek

  • αισθηματίας — ο [αίσθημα] άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα, συναισθηματικός, τρυφερός, μεγαλόψυχος …   Dictionary of Greek

  • ακαλόπιαστος — η, ο [καλοπιάνω] 1. αυτός που δεν πιάνεται εύκολα με τα χέρια 2. αυτός που δεν τόν έχουν πιάσει με το καλό, δεν τού έχουν φερθεί ευγενικά 3. όποιος δεν παίρνει από καλοπιάσματα, δεν υποχωρεί σε παρακλήσεις, δύστροπος 4. (ζώο) που δεν τιθασεύεται… …   Dictionary of Greek

  • ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων …   Dictionary of Greek

  • γκροτέσκο — (grottesco).Όρος της διακοσμητικής τέχνης και της λογοτεχνίας. Στην πρώτη, γ. θεωρείται το είδος εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία και το παράδοξο, που φτάνει πολλές φορές έως την υπερβολή. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και οι αρχαίες… …   Dictionary of Greek

  • γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… …   Dictionary of Greek

  • γλυκομίλητος — η, ο αυτός που μιλάει ευγενικά, ο ευπροσήγορος …   Dictionary of Greek

  • γλυκομιλώ — ( άω) 1. μιλώ ευγενικά 2. μιλώ τρυφερά, ερωτικά …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”